- καφετής
- και καφεδής, -ιά, -ίαυτός που έχει το χρώμα τού καφέ.[ΕΤΥΜΟΛ. < καφεδ- (πρβλ. καφέδ-ες πληθ. τού καφές) + κατάλ. -ής (πρβλ. θαλασσ-ής, μουσταρδ-ής). Ο τ. καφετής σχηματίστηκε αναλογικά με τα επίθ. που δηλώνουν χρώμα και έχουν ληκτικό θεματικό σύμφωνο -τ- (πρβλ. βιολετ-ής, σταχτ-ής)].
Dictionary of Greek. 2013.